-
1 внести
внести 1) φέρνω μέσα,μπάζω· επιφέρω (в -проект и т. п.) 2) (уплатить) πληρώνω \внестиденьги καταβάλλω (или καταθέτω) χρήματα 3) (вписать) εγγράφω· \внести в список εγγράφω στον κατάλογο 4): \внести предложение υποβάλλω (или κάνω) πρόταση \внести законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο* * *1) φέρνω μέσα, μπάζω; επιφέρω (в проект и т. п.)2) ( уплатить) πληρώνωвнести́ де́ньги — καταβάλλω ( или καταθέτω) χρήματα
3) ( вписать) εγγράφωвнести́ в спи́сок — εγγράφω στον κατάλογο
4)внести́ предложе́ние — υποβάλλω ( или κάνω) πρόταση
внести́ законопрое́кт — υποβάλλω νομοσχέδιο
-
2 внести
-су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.
2. εγγράφω, καταχωρώ•внести в список εγγράφω στον κατάλογο.
3. πληρώνω•внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•
внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.
4. (επι)φέρω, προκαλώ•внести замешательство φέρω σύγχυση•
внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.
5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•внести предложение κάνω πρόταση•
-законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.
εκφρ.- ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.